φέγγος

φέγγος
φέγγος (-ος nom., acc.)
1 light a. lit., of daylight “ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (i. e. was born) P. 4.111
b met., brilliance, glory

ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56

ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (ἔπεστιν φέγγος codd., transp. Heyne) P. 8.97

Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν N. 3.64

Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.13

δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.42

κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Μελαμφύλλου προπάροιθεν (i. e. victory) Pae. 2.68 δεν- δρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φέγγος — light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το ους 1. φως και μάλιστα το διάχυτο, ωχρό και αμυδρό, όπως είναι του φεγγαριού ή των άστρων: Είχε φεγγάρι λαμπερό και στρογγυλό, γεμάτο, κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω (Ερωτόκριτος). 2. φως, λάμψη, ανταύγεια. 3. το φεγγάρι, το φέγγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέγγει — φέγγος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φέγγεϊ , φέγγος light neut dat sg (epic ionic) φέγγος light neut dat sg φέγγω make bright pres ind mp 2nd sg φέγγω make bright pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγη — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φέγγος light neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγέων — φέγγος light neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγίων — φέγγος light neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεα — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεος — φέγγος light neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσι — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσιν — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”